διχθάδια

διχθάδια
διχθάδιος
twofold
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διχθαδίας — διχθαδίᾱς , διχθάδιος twofold fem acc pl διχθαδίᾱς , διχθάδιος twofold fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχθαδί' — διχθαδίᾱͅ , διχθάδιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχθάδι' — διχθάδια , διχθάδιος twofold neut nom/voc/acc pl διχθάδιε , διχθάδιος twofold masc voc sg διχθάδιαι , διχθάδιος twofold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… …   Dictionary of Greek

  • διχθάδιος — διχθάδιος, ία, ον (Α) [διχθάς] 1. διπλός, δύο ειδών 2. καθένας από τους δυο 3. δεύτερος 4. (το ουδ. πληθ. και η αιτ. θηλ. ως επίρρ.) διχθάδια, διχθαδίην σε δύο μέρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”